ἀληθόμυθος

ἀληθόμυθος
ἀληθό-μῡθος, ον,
A speaking truth, Id.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αληθόμυθος — ἀληθόμυθος, ον (Α) αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + μῦθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀληθομυθῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀληθόμυθον — ἀληθόμυθος speaking truth masc/fem acc sg ἀληθόμυθος speaking truth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • αληθομυθώ — ἀληθομυθῶ ( έω) (Α) [ἀληθόμυθος] λέω την αλήθεια …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”